λανγκβινίτης

λανγκβινίτης
ο
θειικό ορυκτό τού καλίου και τού μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και είναι συνήθως άχρωμο και διαφανές αλλά έχει και έγχρωμες ποικιλίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. langbeinite < γερμ. langbeinit < όν. τού Α. Langbein, Γερμανού χημικού τού 19ου αιώνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”